χηραιότης

χηραιότης
-ότητος, ἡ, Α
η κατάσταση τής χηρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *χηραῖος, κατά το γεραιότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”